κουκίζω

κουκίζω
[κουκί]
1. σπέρνω
2. πασπαλίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουκίζω — κούκισα, κουκισμένος 1. πασπαλίζω. 2. διασπείρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουκιστήρι — το συσκευή για κούκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκίζω (θ. κουκισ ) + κατάλ. τήρι (πρβλ. καβουρντισ τήρι, σκαλισ τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • κουκιστός — ή, ό [κουκίζω] πασπαλισμένος …   Dictionary of Greek

  • κούκισμα — το [κουκίζω] πασπάλισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”